- ἔμβραχυ
- ἔμβραχυin briefindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμβραχυ — ἔμβραχυ (Α) επίρρ. 1. σύντομα 2. για λίγο διάστημα 3. κάπως … Dictionary of Greek